- στερίσκομαι
- στερίσκωpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκστερούμαι — ἐκστεροῡμαι ( έομαι) (Μ) επιτ. τού στερούμαι, στερίσκομαι («ἐξεστερήθησαν νίκης καλλίστης», Γ. Κεδρ.) … Dictionary of Greek